- ἰχνηλατῶ
- ἰχνηλατέωtrack outpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἰχνηλατέωtrack outpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιχνηλατώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ιχνηλατώ — (AM ἰχνηλατῶ, έω) [ιχνηλάτης] αναζητώ τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, αναζητώ με επιμονή, επιδιώκω τη σύλληψη κάποιου παρακολουθώντας τα ίχνη του … Dictionary of Greek
ιχνηλατώ — ησα, ήθηκα, ιχνηλατημένος, η, ο, μτβ. και αμτβ., παρακολουθώ τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανιχνεύω — (Α ἀνιχνεύω) 1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ 2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ιχνεύω. ΠΑΡ. ανίχνευση νεοελλ. ανιχνευτής] … Dictionary of Greek
εκκυνηγέσσω — ἐκκυνηγέσσω (Α) ανιχνεύω, ιχνηλατώ … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
ιχνεύω — (Α ἰχνεύω) αναζητώ τα ίχνη, ψάχνω για τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, ιχνηλατώ αρχ. 1. (γενικά) ζητώ να βρω κάτι, αναζητώ 2. βαδίζω στα ίχνη κάποιου, μιμούμαι, αναπτύσσω άμιλλα προς κάποιον («ἰχνεύων ματραδελφεούς», Πίνδ.) 3. φρ. «ἰχνεύω τὰ ὄρη»… … Dictionary of Greek
ιχνηλάτησις — ἰχνηλάτησις, ἡ (Μ) [ιχνηλατώ] ιχνηλασία* … Dictionary of Greek
ιχνολογώ — ἰχνολογῶ, έω (AM) ανιχνεύω, αναζητώ, ιχνηλατώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + λογῶ (< λογος < λόγος), πρβλ. σταχυο λογώ, ψηφο λογώ] … Dictionary of Greek
κατιχνηλατώ — κατιχνηλατῶ, έω (Μ) ερευνώ ακολουθώντας τα ίχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰχνηλατῶ, «κάνω έρευνα ακολουθώντας τα ίχνη»] … Dictionary of Greek